- Λαοτινός
- ο, θηλ. Λαοτινή1. ο κάτοικος τού Λάος ή αυτός που κατάγεται από το Λάος2. ως επίθ. λαοτινός, -ή, -ό ή λαοτιανός, -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο Λάος και στους κατοίκους του.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. laotian < Lao «Λάος»].
Dictionary of Greek. 2013.